Τετάρτη 18 Ιουνίου 2014

Δήμητρα Δερτιλή - Διαθεματική Διδασκαλία με θέμα την Ετερότητα - Identifying alterity in Beauty and the Beast and a translation of the story by the students of B1 (2013)



Δήμητρα Δερτιλή - Διαθεματική Διδασκαλία με θέμα την Ετερότητα
Διαθεματική δράση σε συνεργασία με την κ. Π. Σκαρτσή κατά την οποία, στα πλαίσια του ζητήματος της ετερότητας, οι μαθητές της τάξεως Β1 μετέφρασαν το παραμύθι "Η Ωραία και το Κτήνος" από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα (εκδοχή του παραμυθιού από την Madame de Villeneauve, 1695–1755). Η εργασία στηρίχθηκε στην ομαδοσυνεργατική διδασκαλία. Οι ομάδες των παιδιών  μετέφρασαν από μία σελίδα, στην οποία εντόπισαν καίρια ζητήματα της ετερότητας, όπως είναι η διαφορά, η επικοινωνία και επικοινώνηση της διαφοράς, η εγκατάλειψη, η εικόνα του εαυτού, η τιμιότητα, η εμπιστοσύνη, η ωριμότητα, η αγάπη, η ματαιοδοξία, ο κίνδυνος, η οικογένεια, η γνώση και η ομορφιά. Οι μαθητές παρήγαγαν πολύ ικανοποιητικές μεταφράσεις αν και δυσκολεύτηκαν σε σημεία όπου υπήρχαν ιδιωματισμοί.
Τα θέματα της ιστορίας έτσι όπως αναπτύχθηκαν στην τάξη σε σχέση με την ετερότητα είναι τα ακόλουθα:
Otherness and Difference: the fact that people/things are dissimilar has to be respected by all regardless of taste and ideology. Difference is communicated through body language, appearance and speech. Difference is also complementary, we complement each other by sharing information and experience. "Beauty and the Beast" is a good example of how difference is communicated and complemented.
Otherness and Self-image: we obtain an understanding of ourselves in relation to others. The Beast's continuous reminder to Beauty according to which she should not trust appearances helps her understand her feelings and that appearances do not always display the truth. Beauty itself is subjective.
Otherness, honesty and trust: human relations cannot be based on lies, since lies should not produce the values of a society. In the end and contrary to their initial encounter Beauty and the Beast trust each other.
Otherness and love: nothing can evolve without love and feelings of respect. Beauty and the Beast go through many phases to understand and trust each other and because of this they finally reach the point of loving each other as well.
Otherness and Change: We change through others because we gain experience in our relations, we learn through them. Similarly Beauty changes as she matures but also the Beast is totally transformed in the end because of their mutual love.
Otherness and knowledge: knowledge is everywhere, it is a part of all structures, it is endless, it keeps us interested in life and it also helps us mature. Both Beauty and the Beast reach the desired condition of maturity and personal growth by understanding each other.
Otherness and Growth: personal growth is achieved through others.
Otherness and Vanity: both the Prince and the merchant are punished for their vanity and immaturity towards other people.
Otherness, helplessness and salvation: there is beauty in helping another person in need and contributing to their salvation, just like Beauty saves the Beast.
"Beauty and the Beast" by Madame de Villeneauve (1695–1755)
Τάξη: Β1 - 2013-14
Μετάφραση - Η Πεντάμορφη και το Τέρας

Πρώτη Ομάδα Μαθητών: Βασίλης Αυγέρης, Βασίλης Δελάλης, Λευτέρης Δεληπρíμης
    Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε σε μια μακρινή χώρα ένας έμπορος ο οποίος ήταν τόσο τυχερός στις επιχειρήσεις του, που ήταν εξαιρετικά πλούσιος .Όμως επειδή  είχε έξι κόρες και έξι γιους, ένιωθε πως δεν είχε αρκετά χρήματα για να τους αγοράσει ό,τι επιθυμούσαν, όπως είχαν συνηθίσει.
      Ωστόσο, ακολούθησαν αρκετές κακοτυχίες. Μια μέρα το σπίτι τους έπιασε φωτιά και κάηκε ολοσχερώς μαζί με όλα τα καταπληκτικά έπιπλα, τα βιβλία, τις εικόνες, το χρυσάφι, το ασήμι και τα πολύτιμα αγαθά τους. Ο πατέρας τους, ο οποίος είχε μέχρι στιγμής ευημερήσει απ' όλες τις απόψεις, ξαφνικά έχασε κάθε πλοίο που είχε στη θάλασσα είτε από πειρατές είτε από ναυάγια ή φωτιές. Τότε έμαθε ότι οι υπάλληλοί του σε μακρινές χώρες, τους οποίους εμπιστευόταν απόλυτα, αποδεδείχθηκαν αναξιόπιστοι. Και τελικά από τον μεγάλο πλούτο έπεσε στη μεγάλη φτώχεια. 
   Το μόνο που είχε απομείνει ήταν ένα μικρό σπίτι σε ένα έρημο μέρος, τουλάχιστον 100 λεύγες μακριά από όπου ζούσε. Σ` αυτό αναγκάστηκε  να καταφύγει με τα παιδιά του που ήταν σε απόγνωση με την ιδέα ότι έπρεπε να ζήσουν μια τόσο διαφορετική ζωή. Στην αρχή οι κόρες του έλπιζαν ότι οι φίλοι τους, που ήταν πολυάριθμοι, θα επιμείνουν να μείνουν μαζί τους αφού δεν είχαν πια σπίτι. Αλλά σύντομα ανακάλυψαν ότι έμειναν μόνοι και ότι οι πρώην φίλοι τους τούς θεωρούσαν υπεύθυνους για την  κακοτυχία τους, επειδή ήταν σπάταλοι και δεν έδειξαν καμία πρόθεση να τους προσφέρουν οποιαδήποτε  βοήθεια. Έτσι, δεν τους έμενε άλλο να κάνουν απ΄ το να αναχωρήσουν  για το εξοχικό σπίτι τους, το οποίο βρισκόταν στη μέση ενός σκοτεινού δάσους που φαινόταν το πιο θλιβερό μέρος στη γη.
       Επειδή ήταν πάρα πολύ φτωχοί για να έχουν οποιοδήποτε βοηθό, τα κορίτσια έπρεπε να δουλέψουν σκληρά όπως οι χωριάτισσες και οι γιοι έπρεπε να καλλιεργούν  χωράφια για να κερδίσουν τα αναγκαία για να ζήσουν. Ντύνονταν και ζούσαν με τον απλούστερο τρόπο και τα κορίτσια εξέφραζαν τη λύπη τους ακατάπαυστα για τις πολυτέλειες και τη διασκέδαση της προηγούμενης ζωής τους. Μόνο η μικρότερη κόρη προσπάθησε να είναι γενναία και χαρούμενη. Ήταν  λυπημένη όσο και οι άλλοι για την κακοτυχία που πέρασε ο πατέρας της, αλλά σύντομα ανάκτησε τη φυσική της ευθυμία και βάλθηκε να κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε, ώστε να διασκεδάζει τον πατέρα και τα αδέλφια της, παρακινώντας τους να την ακολουθήσουν στο χορό και το τραγούδι. Αλλά δεν έκαναν τίποτα τέτοιο, και επειδή δεν ήταν τόσο θλιμμένη όσο αυτοί της είπαν ότι της ταίριαζε αυτή η θλιβερή ζωή. Στην πραγματικότητα ήταν πολλή πιο όμορφη και έξυπνη από αυτούς, μάλιστα ήταν τόσο όμορφη που τη φώναζαν Πεντάμορφη.
       Μετά από δυο χρόνια, όταν όλοι άρχιζαν να συνηθίζουν τη νέα τους ζωή, ο πατέρας τους έμαθε ότι ένα από τα πλοία του που είχε θεωρήσει χαμένο, είχε καταφθάσει ασφαλές σε λιμάνι μαζί με πλούσιο φορτίο. Όλοι οι γιοι και οι κόρες τότε πίστεψαν ότι η φτώχεια θα ήταν το τέλος και θα ξαναγύριζαν στη πόλη αλλά ο πατέρας τους που ήταν πιο συνετός, τους παρακάλεσε να περιμένουν λίγο, αποφασισμένος να πάει ο ίδιος να ερευνήσει, παρότι ήταν η εποχή της συγκομιδής και μόνο άρρωστος θα μπορούσε να λείψει. Μόνο η μικρότερη κόρη δεν πίστευε ότι σύντομα θα είναι πάλι πλούσια όπως ήταν και πριν. Όλοι φόρτωναν τον πατέρα τους με παραγγελίες για κοσμήματα και φορέματα, τα οποία κόστιζαν μια περιουσία για να τα αγοράσεις, μόνο η Πεντάμορφη αισθανόταν ότι αυτό δεν είχε νόημα και δεν ζήτησε τίποτα. Ο πατέρας της, παρατηρώντας τη σιωπή της, τής είπε "Και τι να φέρω για σένα Πεντάμορφη;" Και εκείνη του απάντησε "Το μόνο πράγμα που θέλω είναι να σε δω να γυρνάς ασφαλής στο σπίτι."
   Αλλά αυτή η απάντηση ενόχλησε τις αδελφές της, οι οποίες υποστήριξαν ότι τις κατηγορούσε για το γεγονός ότι ζήτησαν τόσο ακριβά πράγματα. Ο πατέρας της όμως ήταν ευχαριστημένος αλλά πίστευε ότι στην ηλικία της έπρεπε να της αρέσουν τα ωραία δώρα και της ζήτησε να διαλέξει κάτι. «Λοιπόν, αγαπητέ πατέρα» είπε, «αφού επιμένεις, θέλω να μου φέρεις ένα τριαντάφυλλο. Δεν έχω δει κανένα από τότε που ήρθαμε εδώ και τα αγαπώ πολύ»
       Οπότε ο έμπορος ξεκίνησε και έφτασε στην πόλη όσο πιο γρήγορα μπορούσε αλλά μόνο για να βρει κάποιους παλιούς του συνεργάτες, οι οποίοι τον νόμιζαν νεκρό  και είχαν μοιραστεί τα αγαθά που είχε το πλοίο.  Ύστερα από έξι μήνες μέσα σε μπελάδες και έξοδα, ήταν τόσο φτωχός όσο και πριν το ταξίδι του, και το μόνο που κατάφερε να βρει ήταν τα έξοδα του ταξιδιού.
Δεύτερη Ομάδα Μαθητών : Ανδρουλάκη Μελιτίνη, Καραχάλιου Γλαύκη
Τα πράγματα χειροτέρεψαν, μιας και ήταν υποχρεωμένος να αφήσει την πόλη με κακοκαιρία. Έτσι μέχρι την ώρα που βρισκόταν λίγες λεύγες μακριά από το σπίτι του ήταν σχεδόν εξαντλημένος από το κρύο και την κούραση. Παρότι ήξερε ότι θα έπαιρνε μερικές ώρες  η διαδρομή μέχρι  να διασχίσει το δάσος, ήταν τόσο ανυπόμονος να φτάσει στο τέλος του ταξιδιού του, που συνέχιζε. Αλλά βράδιασε και το πολύ χιόνι και η παγωνιά δεν άφησαν  το άλογό του να τον μεταφέρει κάπου μακρύτερα. Ούτε ένα σπίτι δεν φαινόταν. Το μόνο καταφύγιο που μπορούσε να έχει ήταν ο κούφιος κορμός ενός δέντρου, κι εκεί έμεινε όλη τη νύχτα, η οποία του φαινόταν η μακρύτερη που είχε περάσει μέχρι τότε. Παρόλη την κούρασή του άκουγε τα ουρλιαχτά των λύκων που τον κράτησαν ξύπνιο. Ακόμη κι όταν ξημέρωσε δεν καλυτέρευσε ο καιρός, αφού το χιόνι που έπεφτε είχε καλύψει κάθε μονοπάτι  και δεν ήξερε προς ποια κατεύθυνση να πάει.
Μετά από λίγη ώρα κατάφερε να περπατήσει ένα μέρος από το μονοπάτι.  Παρόλο που στην αρχή ήταν τόσο σκληρό και γλιστερό, που έπεσε κάτω πολλές φορές, στην πορεία έγινε ευκολότερο και τον οδήγησε σε ένα δρόμο με δέντρα, το οποίο  κατέληγε σε ένα υπέροχο κάστρο. Φαινόταν πολύ παράξενο στον έμπορο ότι δεν είχε χιονίσει καθόλου σε αυτή την διαδρομή,  η οποία ήταν γεμάτη  πορτοκαλιές,  λουλούδια και φρούτα. Όταν  έφτασε στο κάστρο αντίκρισε μια σκάλα από αχάτη, την οποία ανέβηκε, διασχίζοντας πολλά υπέροχα επιπλωμένα δωμάτια. Η ευχάριστη θέρμη του αέρα τον ανανέωσε, και ένιωσε μεγάλη πείνα, αλλά δεν φαινόταν κανένας σε όλο αυτό το χώρο,  το υπέροχο παλάτι που θα μπορούσε να του δώσει κάτι να φάει. Βαθιά σιωπή βασίλευε παντού, και τελικά επειδή κουράστηκε να περιφέρεται σε άδεια δωμάτια και στοές, σταμάτησε σε ένα μικρότερο δωμάτιο όπου έκαιγε  μια φωτιά  και ένας καναπές ήταν τραβηγμένος κοντά της. Σκεπτόμενος ότι προοριζόταν  κάποιος να έρθει, κάθισε να τον περιμένει και οσονούπω ,τον πήρε ένας γλυκός ύπνος. Όταν η υπερβολική του πείνα τον ξύπνησε μετά από αρκετές ώρες, ήταν ακόμη μόνος.  Όμως ένα μικρό τραπέζι, πάνω στον οποίο ήταν ένας ωραίος δείπνος, είχε βρεθεί κοντά του, και καθώς δεν είχε φάει τίποτα για 24 ώρες, δεν έχασε καθόλου χρόνο και ξεκίνησε το γεύμα του, ελπίζοντας ότι ίσως σύντομα θα είχε την ευκαιρία να ευχαριστήσει τον διακριτικό οικοδεσπότη του, όποιος κι αν ήταν αυτός. Αλλά κανένας δεν εμφανίστηκε,  ακόμη και μετά από έναν ύπνο μεγάλης διάρκειας, από τον οποίο ξύπνησε εντελώς ανανεωμένος. Δεν υπήρχε κανένα σημείο ζωής, παρά ένα φρέσκο γεύμα από νόστιμα κέικ και φρούτα στο μικρό τραπέζι. Όντας ντροπαλός από φύση, η σιωπή άρχιζε να τον τρομάζει και κατέληξε να ψάχνει για άλλη μια φορά τα δωμάτια, μάταια όμως. Ούτε ένας υπηρέτης δεν φαινόταν. Δεν υπήρχε κανένα σημείο ζωής στο παλάτι. Άρχισε να αναρωτιέται τί έπρεπε να κάνει, και για να διασκεδάσει τον εαυτό του , προσποιήθηκε ότι όλα τα πλούτη που είδε ήταν δικά του, και σκεφτόταν πώς θα τα μοίραζε στα παιδιά του. Στη συνέχεια, κατέβηκε κάτω στον κήπο, και σκέφτηκε ότι ενώ ήταν χειμώνας αλλού,  εδώ ο ήλιος έλαμπε, τα πουλιά τραγουδούσαν,  τα λουλούδια άνθιζαν, και ο αέρας ήταν απαλός και γλυκός. Ο έμπορος, εκστασιασμένος με όλα όσα είδε και άκουσε, είπε στον εαυτό του : << Όλο αυτό, πρέπει να προορίζεται για μένα. Θα πάω τώρα αμέσως, να φέρω τα παιδιά μου για να μοιραστούμε αυτές τις απολαύσεις>>. Παρ ότι ήταν κουρασμένος όταν έφτασε στο κάστρο, πήγε το άλογό του στον στάβλο και του έδωσε τροφή. Τώρα σκέφτηκε ότι θα του φορέσει τη σέλα για το ταξίδι της επιστροφής και πήρε το μονοπάτι για τον στάβλο. Αυτό το μονοπάτι είχε μια συστάδα από τριανταφυλλιές σε κάθε πλευρά και ο έμπορος δεν είχε δει ούτε μυρίσει τέτοια εξαίσια λουλούδια. Του θύμισαν την υπόσχεσή του στην Πεντάμορφη, και σταμάτησε και έκοψε ένα για να της το προσφέρει, όταν ξαφνιάστηκε από έναν θόρυβο πίσω του. Γυρνώντας, είδε ένα τρομακτικό τέρας, που έμοιαζε πολύ άγριο, το οποίο του είπε, με μία φοβερή φωνή : <<Ποιός σου είπε ότι μπορείς να κόβεις τα τριαντάφυλλά μου ; Δεν ήταν αρκετό ότι σου επέτρεψα, να είσαι στο παλάτι μου και να είμαι ευγενικός μαζί σου ; Αυτός είναι ο τρόπος σου για να μου δείξεις την ευγνωμοσύνη σου, κλέβοντας τα λουλούδια μου ! Αλλά η αυθάδειά σου, δεν θα μείνει ατιμώρητη>>. Ο έμπορος, τρομοκρατημένος από αυτές τις θυμωμένες κουβέντες, άφησε το μοιραίο τριαντάφυλλο και γονατίζοντας, έκλαψε : <<Συγχώρεσέ με, ευγενικέ κύριε. Είμαι πράγματι ευγνώμων σε σένα για την φιλοξενία σου. Ήταν τόσο θαυμάσια που δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα σε προσέβαλε το να πάρω ένα τόσο μικρό πράγμα όπως ένα τριαντάφυλλο>>. Αλλά ο θυμός του Τέρατος, δεν μειώθηκε από αυτά τα λόγια. <<Είσαι πολύ έτοιμος με δικαιολογίες και κολακείες, του φώναξε, αλλά αυτό δεν θα σε σώσει από το θάνατο που σου αξίζει>>. <<Αλίμονο ! >> σκέφτηκε ο έμπορος, <<εάν η κόρη μου ήξερε τον κίνδυνο που μου έφερε αυτό το τριαντάφυλλο>>. Και σε απόγνωση άρχισε να λέει στο Τέρας για τις κακοτυχίες , το λόγο του ταξιδιού του, χωρίς να λησμονήσει να αναφέρει το αίτημα της Πεντάμορφης. <<Τα λύτρα για ένα βασιλιά δε θα εξασφάλιζαν όλα όσα ζήτησαν οι άλλες μου κόρες>, είπε <<αλλά σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να πάω στην Πεντάμορφη το τριαντάφυλλο. Σε ικετεύω να με συγχωρήσεις, όπως βλέπεις δεν ήθελα να κάνω κακό>>.
Τρίτη Ομάδα Μαθητών : Γιασλακιώτη Σίλια, Γιάννη Τζωρτζίνα
Το Τέρας σκέφτηκε για μια στιγμή, και μετά είπε με ένα λιγότερο εξοργισμένο τόνο: << Θα σε συγχωρέσω υπό έναν όρο, δηλαδή, θα μου δώσεις μία από τις κόρες σου.>> <<Αχ!» έκλαψε ο έμπορος. «Αν ήμουν αρκετά κακός για να εξαγοράσω την ίδια μου τη ζωή σε βάρος ενός από τα παιδιά μου, τι δικαιολογία θα μπορούσα να εφεύρω για να την φέρω εδώ; «Καμία δικαιολογία δε θα ήταν απαραίτητη» απάντησε το τέρας. «Αν αυτή έρθει πρέπει να έρθει οικειοθελώς. Σε καμία άλλη περίπτωση δεν θα την έπαιρνα. Δες αν κάποιο από τα παιδιά σου είναι αρκετά θαρραλέο και σε αγαπάει αρκετά ώστε να έρθει και να σώσει τη ζωή σου. Φαίνεσαι ότι είσαι ένας ειλικρινής άντρας, γι‘ αυτό θα σε εμπιστευτώ προκειμένου να πας σπίτι. Σου δίνω ένα μήνα για να δεις αν κάποια από τις κόρες σου θα έρθει πίσω μαζί σου και θα μείνει εδώ για να σε αφήσω ελεύθερο.  Αν καμία από αυτές δεν είναι πρόθυμη πρέπει να έρθεις μόνος, αφού τους αποχαιρετήσεις για πάντα, από εκεί κι έπειτα θα ανήκεις σε εμένα. Και μη φαντάζεσαι ότι μπορείς να κρυφτείς από μένα, διότι εάν δεν κρατήσεις τον λόγο σου θα έρθω και θα σε φέρω εγώ» πρόσθεσε το Τέρας βλοσυρά.
 Ο έμπορος αποδέχτηκε αυτή την πρόταση, όμως δεν πίστευε στ' αλήθεια ότι κάποια από τις κόρες του θα μπορούσε να πειστεί να έρθει. Υποσχέθηκε να γυρίσει στην ώρα που είχε οριστεί, και θέλοντας να αποδράσει από την παρουσία του Τέρατος, ζήτησε άδεια να ξεκινήσει αμέσως. Αλλά το Τέρας απάντησε ότι δεν μπορούσε να ξεκινήσει μέχρι την επόμενη μέρα.
«Τότε θα βρεις ένα άλογο έτοιμο για εσένα» είπε. «Τώρα πήγαινε και φάε το δείπνο σου και περίμενε τις διαταγές μου. Ο φτωχός έμπορος, περισσότερο πεθαμένος παρά ζωντανός, πήγε πίσω στο δωμάτιό του όπου το πιο νόστιμο δείπνο ήταν ήδη σερβιρισμένο στο μικρό τραπέζι το οποίο ήταν τοποθετημένο κοντά σε μια πλούσια φωτιά. Αλλά ήταν πολύ τρομοκρατημένος για να φάει και δοκίμασε μόνο μερικά από τα πιάτα, από φόβο ότι το Τέρας θα θύμωνε αν δεν πραγματοποιούσε τις διαταγές του. Όταν είχε τελειώσει, άκουσε ένα δυνατό θόρυβο στο διπλανό δωμάτιο, το οποίο ήξερε ότι σήμαινε πως το Τέρας ερχόταν. Αφού δεν μπορούσε να αποφύγει την επίσκεψή του, το μόνο πράγμα που απόμενε ήταν να μοιάζει όσο λιγότερο φοβισμένος ήταν δυνατόν. Όταν λοιπόν το Τέρας εμφανίστηκε και ρώτησε άγρια αν αυτός είχε δειπνήσει καλά, ο έμπορος απάντησε ταπεινά ότι αυτός είχε τελειώσει, χάρη στη φιλόξενη καλοσύνη του. Μετά το Τέρας τον προειδοποίησε να μην ξεχάσει τη συμφωνία και να προετοιμάσει την κόρη του γι' αυτό που την περίμενε.
«Μην ξυπνήσεις αύριο», πρόσθεσε, «μέχρι να δεις τον ήλιο και να ακούσεις ένα χρυσό κουδουνάκι να χτυπάει. Τότε θα βρεις το πρωινό σου να σε περιμένει εδώ και το άλογο που θα ιππεύσεις θα είναι έτοιμο στο προαύλιο. Επίσης θα σε φέρει πίσω όταν θα έρθεις με την κόρη σου σε ένα μήνα από τώρα. Έχε γεια».
«Πάρε ένα τριαντάφυλλο για την Πεντάμορφη και θυμήσου την υπόσχεσή σου».
Ο έμπορος ήταν πολύ χαρούμενος όταν το Τέρας έφυγε μακριά και παρόλο που δεν μπορούσε να κοιμηθεί από τη θλίψη του, ξάπλωσε μέχρι την ανατολή του ήλιου. Τότε, μετά από ένα βιαστικό πρωινό, πήγε να πάρει το τριαντάφυλλο της Πεντάμορφης και ίππευσε το άλογό του, το οποίο έφυγε τόσο γρήγορα που σε μια στιγμή είχε χάσει από μπροστά του το παλάτι. Αν και είχε απορροφηθεί σε ζοφερές σκέψεις όταν σταμάτησε πριν την πόρτα της αγροικίας του.
Οι γιοι και οι κόρες του, οι οποίοι είχαν πολύ ανησυχήσει από τη μεγάλη του απουσία, βιάστηκαν να τον συναντήσουν πρόθυμοι να μάθουν το αποτέλεσμα του ταξιδιού του, βλέποντάς τον μάλιστα να ιππεύει ένα εξαίσιο άλογο και τυλιγμένος με ένα πλούσιο μανδύα υπέθεσαν ότι όλα πήγαν καλά. Στην αρχή τους έκρυψε την αλήθεια, μόνο είπε λυπημένος στην Πεντάμορφη όταν της έδωσε το τριαντάφυλλο.
«Εδώ είναι ότι μου ζήτησες να σου φέρω, μόνο νά' ξερες τι κοστίζει!»
Αλλά αυτό κίνησε την περιέργειά τους τόσο πολύ, που σ’ αυτή τη φάση τούς είπε τις περιπέτειές του από την αρχή έως το τέλος και τότε ήταν όλοι πολύ λυπημένοι. Τα κορίτσια θρηνούσαν δυνατά για τις χαμένες ελπίδες τους και οι γιοι δήλωσαν πως ο πατέρας τους δεν πρέπει να επιστρέψει σ’ αυτό το απαίσιο κάστρο και ξεκίνησαν να καταστρώνουν σχέδια για να σκοτώσουν το Τέρας εάν αυτό ερχόταν να τον πάρει. Αλλά αυτός τους υπενθύμισε ότι είχε υποσχεθεί να πάει πίσω.
Τότε τα κορίτσια που ήταν πολύ θυμωμένα με την Πεντάμορφη είπαν ότι όλα ήταν δικό της λάθος, και ότι αν αυτή είχε ζητήσει κάτι λογικό αυτό δεν θα συνέβαινε ποτέ.
Η φτωχή Πεντάμορφη, με πολύ δυστυχισμένη τους είπε: «Έχω πράγματι προκαλέσει αυτή την κακοτυχία, αλλά ποιος θα φανταζόταν ότι το να ζητήσεις ένα τριαντάφυλλο στη μέση του καλοκαιριού θα προκαλούσε τόση δυστυχία; Αφού, όμως έκανα το κακό μόνο εγώ πρέπει να υποφέρω γι’ αυτό. Εγώ συνεπώς θα πάω πίσω με τον πατέρα μου για να τηρήσω την υπόσχεσή του».
Τέταρτη Ομάδα Μαθητών: Νηρέας Χαμπίδης και Μενέλαος Αχείμαστος
     Στην αρχή, κανένας δε δέχθηκε να ακούσει αυτόν τον διακανονισμό, και ο πατέρας της και τα αδέρφια της που την αγαπούσαν πάρα πολύ δήλωσαν πως τίποτα δεν μπορούσε να τους κάνει να την αφήσουν να φύγει :όμως η Πεντάμορφη ήταν αποφασισμένη. Καθώς ο καιρός περνούσε, η Πεντάμορφη μοίρασε όλα τα υπάρχοντά της στις αδερφές της, και αποχαιρέτησε όλα όσα αγαπούσε και όταν η μοιραία μέρα έφτασε, έδωσε κουράγιο και ευθυμία στον πατέρα της  καθώς ανέβαιναν στο βουνό με το άλογο που τον είχε φέρει πίσω. Φαινόταν λες και πετούσε αντί να καλπάζει, αλλά με τόσο φυσικό τρόπο που η Πεντάμορφη δεν ήταν τρομαγμένη : θα είχε απολαύσει το ταξίδι, αν δεν είχε φοβηθεί τι θα συμβεί στο τέλος του. Ο πατέρας της ακόμα προσπαθούσε να την πείσει να γυρίσει πίσω, αλλά μάταια. Ενώ μιλούσαν, έπεσε η νύχτα, και τότε, προς έκπληξή τους, εκπληκτικά πολύχρωμα φώτα άρχισαν να λάμπουν προς όλες τις κατευθύνσεις , και διάσπαρτα πυροτεχνήματα πυροδοτούνταν γύρω τους : όλο το δάσος φωτίστηκε από αυτά και ζεστάθηκε στιγμιαία, ενώ πριν έκανε λίγο κρύο. Αυτό διήρκεσε μόνο μέχρι να φτάσουν στη λεωφόρο με τις πορτοκαλιές, όπου υπήρχαν αγάλματα που κρατούσαν φλεγόμενους πυρσούς, και όταν έφτασαν πιο κοντά στο παλάτι, είδαν πως φωτιζόταν απ' την κορυφή μέχρι το έδαφος, και μουσική ακουγόταν απ' την αυλή.
   ''Το Τέρας πρέπει να είναι πολύ πεινασμένο'' είπε η Πεντάμορφη, προσπαθώντας να γελάσει, "αν κάνει όλες αυτές τις χαρές για την άφιξη της λείας του". Αλλά, παρά το άγχος της, δεν μπορούσε παρά να θαυμάζει όλα τα φανταστικά πράγματα που είδε.
     Το άλογο σταμάτησε στη σκάλα που οδηγούσε στη βεράντα, και όταν κατέβηκαν, ο πατέρας της την οδήγησε στο μικρό δωμάτιο που είχε βρεθεί ο ίδιος πριν, όπου βρήκαν μια λαμπερή φωτιά να καίει, και το τραπέζι να απλώνεται κομψά με ένα πεντανόστιμο δείπνο.
    Ο έμπορος ήξερε πως αυτό το δείπνο ήταν για εκείνους, και η Πεντάμορφη, η οποία ήταν λιγότερο φοβισμένη τώρα, επειδή είχε περάσει όλα τα δωμάτια χωρίς να δει ίχνος του Τέρατος, ήταν πρόθυμη να ξεκινήσει, γιατί η μεγάλη διαδρομή την είχε κάνει να πεινάσει. Όμως, λίγο πριν τελειώσουν το δείπνο, ακούστηκε ο ήχος των βημάτων του Τέρατος  να πλησιάζει, και η Πεντάμορφη αγκάλιασε τον πατέρα της με τρόμο, ο οποίος έγινε πολύ μεγαλύτερος όταν είδε πόσο τρομαγμένος ήταν ο ίδιος. Αλλά όταν το Τέρας στ' αλήθεια εμφανίστηκε, αν και έτρεμε στη θέα του έκανε μεγάλη προσπάθεια να κρύψει τον τρόμο της, και τον χαιρέτησε με σεβασμό. Αυτό προφανώς ευχαρίστησε το Τέρας. Αφ' ότου την κοίταξε, είπε, σε έναν τόνο που μπορεί να  τρόμαζε και την πιο τολμηρή καρδιά αν και δε φαινόταν θυμωμένο:
  "Καλησπέρα, ηλικιωμένε άντρα. Καλησπέρα, Πεντάμορφη."
    Ο έμπορος ήταν πολύ τρομοκρατημένος για να απαντήσει, αλλά η Πεντάμορφη απάντησε γλυκά: " Καλησπέρα Τέρας".
  "Ήρθες με τη θέλησή σου;" ρώτησε το Τέρας." Είσαι πρόθυμη να μείνεις εδώ, αφ' ότου φύγει ο πατέρας σου;"
   Η Πεντάμορφη απάντησε γενναία πως ήταν προετοιμασμένη να μείνει.
   "Είμαι ευχαριστημένος μαζί σου", είπε το Τέρας ."Αφού ήρθες με τη δική σου σύμφωνη γνώμη, μπορείς να μείνεις. Ενώ για εσένα ηλικιωμένε άντρα," είπε γυρίζοντας στον έμπορο," την αυγή θα έχεις αναχωρήσει. Όταν τα κουδουνάκια χτυπήσουν θα σηκωθείς γρήγορα, θα φας το πρωινό σου, και θα βρεις το ίδιο άλογο να σε περιμένει για να σε πάει σπίτι: αλλά θυμήσου πως ποτέ δεν πρέπει να περιμένεις να δεις το παλάτι μου ξανά."
  Τότε γυρνώντας στην Πεντάμορφη, είπε:
  "Πήγαινε τον πατέρα σου στο διπλανό δωμάτιο και βοήθησέ τον να διαλέξει κάτι που πιστεύεις πως θα άρεσε στους αδερφούς και τις αδερφές σου. Θα βρείτε δύο ταξιδιωτικά μπαούλα εκεί: γεμίστε τα όσο πιο πολύ μπορείτε. Θα πρέπει να τους στείλεις κάτι πολύτιμο για να σε θυμούνται."
  Μετά έφυγε, αφ' ότου είπε, "Αντίο Πεντάμορφη, αντίο ηλικιωμένε άντρα". Αν και η Πεντάμορφη άρχισε να σκέφτεται με φόβο την αναχώρηση του πατέρα της, φοβόταν να παρακούσει τις διαταγές του Τέρατος: έτσι, πήγαν στο διπλανό δωμάτιο, όπου υπήρχαν ράφια και ντουλάπια παντού. Έμειναν έκπληκτοι με τους θησαυρούς που περιείχαν. Υπήρχαν λαμπερά φορέματα που ταίριαζαν σε βασίλισσα, με όλα τα στολίδια που φοριούνταν: και όταν η Πεντάμορφη άνοιξε τα ντουλάπια, θαμπώθηκε απ' τα πανέμορφα στολίδια που ήταν τοποθετημένα σε σωρούς  σε κάθε ράφι. Αφού διάλεξε μια τεράστια ποσότητα πραγμάτων, την οποία διαίρεσε για τις αδερφές της, καθώς για κάθε μία είχε φτιάξει ένα σωρό από πανέμορφα φορέματα, άνοιξε το τελευταίο σεντούκι, που ήταν γεμάτο χρυσό.
  "Πιστεύω πατέρα," είπε, "πως, αφού ο χρυσός σού είναι πιο χρήσιμος, καλύτερα να ξαναβγάλουμε τα άλλα πράγματα έξω, και να γεμίσουμε τα μπαούλα με χρυσό."Έτσι κι έκαναν: όμως όσο περισσότερο χρυσό έβαζαν, τόσο περισσότερος χώρος φαινόταν να υπάρχει, και στο τέλος έβαλαν όλα τα στολίδια και τα φορέματα που είχαν βγάλει έξω.

Πέμπτη Ομάδα Μαθητών : Φίλιππος Δασούλας και Έκτορας Αποστόλου
Η Πεντάμορφη επίσης πρόσθεσε όσα περισσότερα κοσμήματα μπορούσε να μεταφέρει εκείνη τη στιγμή, και μετά τα σεντούκια δεν ήταν τόσο γεμάτα, αλλά ήταν τόσο βαριά που ούτε ένας ελέφαντας δε θα μπορούσε να τα κουβαλήσει.
"Το τέρας μας κορόιδεψε" έκλαψε ο έμπορος. "Αυτός πρέπει να προσποιήθηκε ότι μας έδωσε όλα αυτά τα πράγματα ξέροντας ότι δεν μπορούσα να τα κουβαλήσω μακριά".
"Ας περιμένουμε και να δούμε", απάντησε η Πεντάμορφη. "Δεν μπορώ να πιστέψω πως θέλει να μας εξαπατήσει. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τα δέσουμε επάνω και να τα αφήσουμε έτοιμα".
Λοιπόν αυτό έκαναν και επιστρέφοντας στο μικρό δωμάτιο, για μεγάλη τους έκπληξη, βρήκαν πρωινό έτοιμο. Ο έμπορος έφαγε το δικό του με μεγάλη όρεξη, καθώς η γενναιοδωρία του τέρατος τον έκανε να πιστέψει ότι ίσως θα μπορούσε να επιχειρήσει να επιστρέψει γρήγορα και να δει την Πεντάμορφη. Αλλά αυτή ένιωθε σίγουρη πως ο πατέρας της την είχε αφήσει για πάντα, έτσι ήταν πολύ στενοχωρημένη όταν το κουδούνι χτύπησε δυνατά για δεύτερη φορά και τους προειδοποίησε πως είχε έρθει η ώρα να φύγουν. Πήγαν κάτω στην αυλή του πύργου, όπου υπήρχαν 2 άλογα, που περίμεναν, το ένα φορτωμένο με τα 2 σεντούκια και το άλλο για να τον μεταφέρει. Έσκαβαν το έδαφος στην ανυπομονησία τους να ξεκινήσουν και ο έμπορος βρήκε τη δύναμη να αποχαιρετήσει γρήγορα την Πεντάμορφη. Όταν ανέβαινε στο άλογο αυτό ξεκίνησε με γρήγορο ρυθμό, έτσι ώστε τον έχασε από τα μάτια της αμέσως.
Μετά η Πεντάμορφη άρχισε να κλαίει και αφού περιπλανήθηκε λυπημένα γύρισε πίσω στο δωμάτιό της. Αλλά σύντομα κατάλαβε ότι αυτή ήταν πολύ νυσταγμένη και αφού δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει ξάπλωσε και αποκοιμήθηκε. Και μετά ονειρεύτηκε ότι περπατούσε σε ένα ρυάκι περιστοιχισμένο από δέντρα και θρηνούσε τη μοίρα της, όταν ένας νέος πρίγκιπας, πιο όμορφος από οποιονδήποτε άλλο είχε δει ποτέ της, και με φωνή που πήγαινε κατευθείαν στην καρδιά της,  ήρθε και της είπε: "Αχ Πεντάμορφη, δεν είσαι τόσο άτυχη όσο υποθέτεις. Εδώ θα ανταμειφτείς για όλα όσα έχεις υποφέρει αλλού. Η κάθε ευχή σου θα ικανοποιηθεί. Μόνο προσπάθησε να με βρεις, χωρίς να έχει σημασία πως έχω μεταμφιεστεί, γιατί σε αγαπώ βαθιά και κάνοντας εμένα χαρούμενο θα βρεις την δική σου ευτυχία. Να είσαι ειλικρινής τόσο όση είναι κι η ομορφιά σου, και θα έχουν εκπληρωθεί όλες οι ευχές μας."
"Τι μπορώ να κάνω Πρίγκιπα για να σε κάνω χαρούμενο;" είπε η Πεντάμορφη.
"Μόνο να είσαι ευγνώμων" αυτός απάντησε "και να μην εμπιστεύεσαι τόσο αυτά που βλέπεις. Και πάνω από όλα να μη με εγκαταλείψεις μέχρι να με σώσεις από τη σκληρή δυστυχία μου".
      Μετά από αυτό αυτή σκέφτηκε ότι βρέθηκε σε ένα δωμάτιο με μία αριστοκρατική και όμορφη κυρία, η οποία της είπε:
"Αγαπητή μου Πεντάμορφη, προσπάθησε να μη μετανιώνεις για όσα έχεις αφήσει πίσω σου, γιατί είσαι προορισμένη για καλύτερη μοίρα. Μόνο μην αφήσεις τον εαυτό σου να εξαπατάται από το φαίνεσθαι».
Η Πεντάμορφη βρήκε το όνειρό της τόσο ενδιαφέρον ώστε ανυπομονούσε να ξυπνήσει, αλλά προς το παρόν το ρολόι την ξύπνησε φωνάζοντας το όνομά της απαλά 12 φορές, και όταν αυτή σηκώθηκε βρήκε την γκαρνταρόμπα της ανανεωμένη με ό,τι πιθανόν να ήθελε. Και όταν τέλειωσε να πλένεται βρήκε το δείπνο της να περιμένει σε ένα δωμάτιο δίπλα στο δικό της. Αλλά το δείπνο δεν διαρκεί πολύ όταν είσαι ολομόναχος, και πολύ γρήγορα κάθισε ζεστά στη γωνία του καναπέ και άρχισε να σκέφτεται για το γοητευτικό πρίγκιπα που είχε δει στο όνειρό της.
"Αυτός είπε ότι μπορώ να τον κάνω χαρούμενο", είπε η Πεντάμορφη στον εαυτό της.
"Φαίνεται τότε ότι το φοβερό τέρας τον κρατάει αιχμάλωτο. Πώς μπορώ να τον ελευθερώσω; Αναρωτιέμαι γιατί μου είπαν και οι δύο να μην εμπιστεύομαι τις εμφανίσεις; Δεν το καταλαβαίνω. Αλλά στο κάτω-κάτω ήταν μόνο ένα όνειρο, οπότε γιατί να ενοχλούμαι με αυτό; Θα προτιμούσα να πάω να βρω κάτι να κάνω για να διασκεδάσω.
Τότε σηκώθηκε και άρχισε να εξερευνά μερικά από τα πολλά δωμάτια του παλατιού.
Το πρώτο στο οποίο μπήκε ήταν περιτριγυρισμένο από καθρέφτες και η Πεντάμορφη είδε τον εαυτό της να αντανακλάται σε κάθε πλευρά και σκέφτηκε ότι δεν είχε δει πιο όμορφο δωμάτιο. Τότε ένα βραχιόλι που κρεμιόταν από ένα πολυέλαιο τράβηξε την ματιά της και κατεβάζοντας το βρήκε, προς μεγάλη της έκπληξη, ότι έδειχνε το πορτραίτο του αγνώστου θαυμαστή της,  έτσι όπως τον είχε δει στο όνειρό της. Με μεγάλο ενθουσιασμό έβαλε το βραχιόλι στο χέρι της. Προχώρησε σε μία γκαλερί με φωτογραφίες, όπου σύντομα βρήκε το πορτραίτο του ίδιου όμορφου πρίγκιπα, τόσο μεγάλο όσο η ζωή, και τόσο καλά ζωγραφισμένο ώστε καθώς το μελετούσε αυτός φαινόταν να της χαμογελάει ευγενικά. Απομακρύνθηκε τελικά από το πορτραίτο, και μπήκε σε ένα δωμάτιο, το οποίο περιείχε κάθε μουσικό όργανο κάτω από το ήλιο, και εδώ διασκέδασε για λίγο δοκιμάζοντας μερικά από αυτά και τραγουδώντας μέχρι που κουράστηκε. Το επόμενο δωμάτιο ήταν μία βιβλιοθήκη όπου είδε όλα όσα είχε θελήσει ποτέ να διαβάσει, καθώς και όλα όσα είχε διαβάσει και της φαινότανε ότι μία ολόκληρη ζωή δεν θα ήταν αρκετή για να διαβάσει μόνο τα ονόματα των βιβλίων, υπήρχαν τόσα πολλά.
'Εκτη Ομάδα Μαθητών: Ελευθερία Γκανά και Θεοδώρα Εξερτζή
Είχε αρχίσει να σουρουπώνει και κεριά σε διαμαντένια και ρουμπινένια κηροπήγια φώτιζαν το κάθε δωμάτιο.
Η Πεντάμορφη βρήκε το δείπνο της σερβιρισμένο ακριβώς την ώρα που το ήθελε, αλλά δεν έβλεπε κανέναν, ούτε άκουγε τον παραμικρό ήχο και παρόλο που ο πατέρας της την είχε προειδοποιήσει ότι θα ήταν μόνη, αυτή άρχισε να νιώθει πλήξη.
Αλλά τότε άκουσε το Τέρας να έρχεται και αναρωτήθηκε τρέμοντας αν σκόπευε να την καταβροχθίσει. Ωστόσο, καθώς δε φαινόταν καθόλου άγριο και είπε απότομα :
«Καλησπέρα, Πεντάμορφη», αυτή του αποκρίθηκε χαρωπά καταφέρνοντας να κρύψει την τρομάρα της. Ύστερα το Τέρας τη ρώτησε πως διασκέδαζε και αυτή του ανέφερε όλα τα δωμάτια που είχε δει.
Στη συνέχεια τη ρώτησε αν πίστευε ότι θα μπορούσε να είναι ευτυχισμένη στο παλάτι του και η Πεντάμορφη του απάντησε πως αν δεν ήταν ευτυχισμένη εκεί πουθενά αλλού δε θα ήταν. Και αφού συζήτησαν για περίπου μια ώρα, η Πεντάμορφη άρχισε να πιστεύει ότι τελικά το Τέρας δεν ήταν τόσο απαίσιο όπως νόμιζε στην αρχή. Μετά αυτό σηκώθηκε να φύγει λέγοντας με την τραχιά φωνή του:
«Με αγαπάς, Πεντάμορφη; Θα με παντρευτείς;»
«Ω, τι να πω;» είπε κλαίγοντας η Πεντάμορφη, καθώς φοβόταν πως η άρνησή της θα θύμωνε το Τέρας.
«Πες ‘ναι’ ή ‘όχι’ χωρίς να φοβάσαι,» της απάντησε αυτό.
«Ο, όχι, Τέρας,» είπε η Πεντάμορφη βιαστικά.
«Εφόσον δε θα με παντρευτείς, καληνύχτα, Πεντάμορφη» της είπε αυτό.
Και αυτή αποκρίθηκε, «Καληνύχτα, Τέρας,» πολύ χαρούμενη που δεν το είχε προκαλέσει με την άρνησή της. Και αφού έφυγε αυτό, η Πεντάμορφη πήγε στο κρεβάτι της και αποκοιμήθηκε, και ονειρεύτηκε τον άγνωστό της πρίγκιπα. Της φάνηκε ότι αυτός ήρθε και της είπε:
«Αχ, Πεντάμορφη! Γιατί είσαι τόσο αγενής απέναντί μου;» Φοβάμαι ότι είναι η μοίρα μου να είμαι δυστυχισμένος για πολλά ακόμα χρόνια.» Και μετά τα όνειρά της άλλαξαν, αλλά ο γοητευτικός πρίγκιπας εμφανιζόταν σε όλα. Και όταν ξημέρωσε, η πρώτη της σκέψη ήταν να κοιτάξει το πορτραίτο για να δει αν ήταν πραγματικά σαν αυτόν, και αμέσως κατάλαβε ότι όντως ήταν.
Αυτό το πρωινό η Πεντάμορφη αποφάσισε να διασκεδάσει στον κήπο, καθώς ο ήλιος έλαμπε και όλα τα σιντριβάνια ήταν ανοικτά. Αλλά με έκπληξη συνειδητοποίησε ότι κάθε μέρος της φαινόταν οικείο. Και τότε έφτασε στο ρυάκι με τις μυρτιές όπου είχε συναντήσει για πρώτη φορά τον πρίγκιπα των ονείρων της και αυτό την έκανε να πιστέψει τώρα περισσότερο από κάθε άλλη φορά ότι το Τέρας τον είχε φυλακισμένο. Όταν ένιωσε πια κουρασμένη, επέστρεψε στο παλάτι και εκεί ανακάλυψε ένα καινούριο δωμάτιο γεμάτο με εργαλεία για κάθε είδους δουλειά – κορδέλες για να φτιάξεις φιόγκους, και μετάξι για λουλούδια. Εκεί υπήρχε κι ένα κλουβί γεμάτο σπάνια πουλιά, τα οποία ήταν τόσο ήμερα που πέταξαν προς το μέρος της Πεντάμορφης μόλις την είδαν, και κούρνιασαν πάνω στους ώμους της και στο κεφάλι της.
«Μικρά μου χαριτωμένα πλασματάκια,» είπε η Πεντάμορφη, «Πόσο θα ήθελα να ήταν το κλουβί σας πιο κοντά στο δωμάτιό μου για να μπορώ να ακούω πιο συχνά το κελάιδισμά σας!»
Καθώς έλεγε αυτά τα λόγια, η Πεντάμορφη άνοιξε μια πόρτα και συνειδητοποίησε με χαρά ότι οδηγούσε στο δωμάτιό της, αν και πίστευε πως αυτό βρισκόταν στην εντελώς αντίθετη πλευρά του παλατιού.
Υπήρχαν κι άλλα πουλιά σε ένα δωμάτιο πιο πέρα, παπαγάλοι και κακατούα που μιλούσαν και χαιρέτησαν την Πεντάμορφη με το όνομά της. Πράγματι, της φάνηκαν τόσο διασκεδαστικά, που πήρε κάνα δυο στο δωμάτιό της και της μιλούσαν καθώς αυτή έτρωγε το βραδινό της, ύστερα από το οποίο το Τέρας έκανε τη συνηθισμένη του επίσκεψη και τη ρώτησε τις ίδιες ερωτήσεις με πριν και μετά με ένα κοφτό «Καληνύχτα» έφυγε και η Πεντάμορφη πήγε για ύπνο για να ονειρευτεί τον μυστηριώδη της πρίγκιπα.
Οι μέρες περνούσαν γρήγορα με διαφορετικούς τρόπους διασκέδασης, και μετά από λίγο καιρό η Πεντάμορφη ανακάλυψε ένα άλλο παράξενο πράγμα στο παλάτι, που συχνά την ευχαριστούσε όταν δεν άντεχε τη μοναξιά της. Υπήρχε ένα δωμάτιο στο οποίο δεν είχε δώσει ιδιαίτερη σημασία. Ήταν άδειο, με εξαίρεση μια πολύ άνετη καρέκλα κάτω από κάθε παράθυρο. Και την πρώτη φορά που κοίταξε έξω από το παράθυρο, της φάνηκε ότι μια μαύρη κουρτίνα δεν την άφηνε να δει τίποτε απέξω.
Έβδομη Ομάδα Μαθητών : Μάριος Δασκαλάκης και Πολυξένη Ζήση
Αλλά τη δεύτερη φορά που πήγε στο δωμάτιο της, καθώς ήταν κουρασμένη έκατσε σε μια καρέκλα και τότε ξαφνικά η κουρτίνα τραβήχτηκε στην άκρη και πίσω της υπήρχε μία διασκεδαστική παντομίμα με χορούς, χρωματιστά φώτα, μουσική και όμορφα φορέματα. Όλα φαίνονταν τόσο χαρούμενα που η Πεντάμορφη ένιωθε ότι βρισκόταν στον παράδεισο. Αργότερα προσπάθησε να ανοίξει τα υπόλοιπα παράθυρα, βρίσκοντας νέες και εκπληκτικές μορφές διασκέδασης πίσω από αυτά, έτσι ώστε η Πεντάμορφη να μη νιώθει ποτέ μόνη. Επίσης, κάθε απόγευμα αφού δειπνούσε, το Τέρας πήγαινε στο δωμάτιό της και συνέχεια πριν την καληνυχτίσει την ρωτούσε με την τρομακτική φωνή του.
''Θα με παντρευτείς;''
  Όταν η Πεντάμορφη άρχισε να τον καταλαβαίνει καλύτερα της φαινόταν ότι όταν του έλεγε ''Όχι, Τέρας'' αυτός έφευγε στεναχωρημένος. Αλλά τα χαρούμενα όνειρα για τον όμορφο πρίγκιπα την έκαναν να ξεχάσει το καημένο το Τέρας και το μόνο πράγμα που την ενοχλούσε ήταν να της λένε συνέχεια να μην εμπιστεύεται το φαίνεσθαι, να αφήνει την καρδιά της να την οδηγεί και όχι τα μάτια της και άλλα εξίσου περίπλοκα πράγματα που την απασχολούσαν  επειδή αδυνατούσε να τα καταλάβει.
Και έτσι πέρασε ο καιρός ώσπου στο τέλος η Πεντάμορφη αναπολούσε την όψη του πατέρα της και των αδερφών της. Μία μέρα το Τέρας βλέποντας την λυπημένη, την ρώτησε τι συμβαίνει. Η Πεντάμορφη είχε σταματήσει να τον φοβάται. Τώρα ήξερε πόσο ευγενικός ήταν παρά τη θηριώδη όψη και την τρομακτική φωνή του. Έτσι απάντησε ότι λαχταρούσε να δει το σπίτι της για μια ακόμη φορά. Όταν το άκουσε αυτό το θηρίο φάνηκε στεναχωρημένο και φώναξε δυστυχισμένα.
''Ωωω Πεντάμορφη! Έχεις την καρδιά να εγκαταλείψεις ένα τόσο στεναχωρημένο τέρας σαν εμένα; Τι παραπάνω θες για να είσαι χαρούμενη; Μήπως με μισείς και γι' αυτό θέλεις να αποδράσεις;''
''Όχι αγαπητό μου Τέρας, απάντησε η πεντάμορφη ήρεμα. Δεν σε μισώ και θα με στεναχωρούσε να μην σε ξανά έβλεπα, αλλά μου λείπει ο πατέρας μου. Μόνο άσε με να φύγω για δύο μήνες και σου υπόσχομαι να επιστρέψω και να μείνω μαζί σου για την υπόλοιπη ζωή μου.
''Δεν μπορώ να σου αρνηθώ ό,τι μου ζητήσεις. Αν και θα μου κοστίσει τη ζωή. Πάρε τα τέσσερα σεντούκια που θα βρεις στο διπλανό δωμάτιο από το δικό σου και γέμισέ τα με ό,τι επιθυμείς να πάρεις μαζί σου. Αλλά θυμήσου την υπόσχεσή σου και γύρνα πριν περάσουν δύο μήνες ή μπορεί να μετανιώσεις. Εάν δε γυρίσεις στον κατάλληλο χρόνο θα βρεις το αγαπημένο τέρας σου νεκρό. Δεν θα χρειαστεί κανένα άρμα να σε επιστρέψει. Πες μόνο ''αντίο'' στον αδελφό και στις αδελφές σου το βράδυ προτού φύγεις και όταν πας στο κρεβάτι σου στρίψε αυτό το δαχτυλίδι πάνω στο δάχτυλό σου και πες. ''Έύχομαι να γυρίσω πίσω στο παλάτι μου για να ξαναδώ το Τέρας μου''. Καληνύχτα Πεντάμορφη. Μην φοβάσαι τίποτα. Κοιμήσου ήρεμα και πριν περάσει ο καιρός θα δεις τον πατέρα σου ξανά".
Μόλις η Πεντάμορφη έμεινε μόνη της έσπευσε να γεμίσει τα σεντούκια με όλα τα σπάνια και πολύτιμα πράγματα που της άρεσαν και μόνο όταν κουράστηκε να στοιβάζει πράγματα μέσα τους αυτά φάνηκαν γεμάτα. 'Επειτα πήγε στο κρεβάτι της αλλά δεν μπορούσε να κοιμηθεί λόγω χαράς και όταν επιτέλους άρχισε να ονειρεύεται τον πολυαγαπημένο της πρίγκιπα ήταν θλιμμένη που τον έβλεπε ξαπλωμένο πάνω σε μία όχθη με γρασίδι λυπημένο και κουρασμένο και σχεδόν καθόλου ο εαυτός του.
''Τι συμβαίνει;'' είπε κλαίγοντας.
Εκείνος την κοίταξε επιτιμητικά και είπε:
''Πως μπορείς και με ρωτάς απάνθρωπη;''
''Αχχ, μην είσαι τόσο θλιμμένος. Φεύγω μόνο για να διαβεβαιώσω τον πατέρα μου ότι είμαι ασφαλής και χαρούμενη. Έχω υποσχεθεί στο Τέρας πως θα γυρίσω πίσω και αυτός θα πεθάνει από θλίψη αν δεν κρατήσω τον λόγο μου.''
''Και τι θα σήμαινε αυτό για εσένα; ''ρώτησε ο πρίγκιπας. ''Σίγουρα δε θα σε νοιάξει''.
''Πράγματι, θα ήμουν αχάριστη εάν δε νοιαζόμουνα για ένα τόσο ευγενικό Τέρας'' είπε κλαίγοντας η πεντάμορφη αγανακτισμένη. ''Εγώ θα πέθαινα προκειμένου να τον σώσω από τον πόνο. Σε διαβεβαιώνω δεν είναι δικό του φταίξιμο που είναι τόσο άσχημος.''
Τότε ένας περίεργος ήχος την ξύπνησε. Κάποιος μιλούσε, όχι πολύ μακριά και αυτή άνοιξε τα μάτια της και είδε τον εαυτό της σε ένα δωμάτιο που ποτέ δεν είχε ξαναδεί και το οποίο σίγουρα δεν ήταν τόσο υπέροχο όσο τα υπόλοιπα στο παλάτι. Μα πού βρισκόταν; Σηκώθηκε και ντύθηκε βιαστικά και τότε πρόσεξε ότι τα σεντούκια που είχε γεμίσει το προηγούμενο βράδυ ήταν όλα εκεί.
Όγδοη Ομάδα Μαθητών: Βύσκα Λίντια, Γεωργιάδη Δήμητρα, Κουμελά Αγγελική
Καθώς αναρωτιόταν με τι είδους μαγεία το τέρας είχε μεταφέρει αυτούς και την ίδια σε αυτό το παράξενο μέρος, ξαφνικά άκουσε την φωνή του πατέρα της και βγήκε γρήγορα έξω και τον χαιρέτησε με χαρά. Τα αδέλφια της ήταν έκπληκτα από την εμφάνισή της καθώς δεν περίμεναν να την ξαναδούν και οι ερωτήσεις δεν είχαν τελειωμό. Είχε ακόμα πολλά να ακούσει για το τι είχε συμβεί όταν εκείνη ήταν μακριά και για το ταξίδι του πατέρα της ,στο σπίτι. Αλλά όταν άκουσαν ότι εκείνη είχε έρθει να μένει μαζί τους για ένα μικρό χρονικό διάστημα και ότι θα έπρεπε να ξαναπάει στο παλάτι του Τέρατος για πάντα, αυτοί θρήνησαν δυνατά. Μετά η Πεντάμορφη ρώτησε τον πατέρα της τι πίστευε πως ήταν το νόημα των παράξενων ονείρων της και γιατί ο πρίγκιπας συνεχώς την ικέτευε να μην εμπιστεύεται το φαίνεσθαι. Μετά από πολλή σκέψη εκείνος της απάντησε :
 Εσύ η ίδια μου λες ότι το Τέρας, τρομακτικό όπως είναι, σε αγαπάει παράφορα και αξίζει την αγάπη σου και τον σεβασμό σου για την ευγένεια και την καλοσύνη του. Νομίζω ότι ο πρίγκιπας θέλει να καταλάβεις ότι εσύ πρέπει να τον ανταμείψεις με το να εκπληρώνεις τις επιθυμίες του , ανεξάρτητα από την ασχήμια του. Η Πεντάμορφη δεν μπορούσε παρά να αναγνωρίσει ότι αυτό είναι τόσο πιθανό. Ωστόσο όταν σκεφτόταν τον αγαπητό της πρίγκιπα που ήταν τόσο όμορφος, δεν αισθανόταν καθόλου διατεθειμένη να παντρευτεί το Τέρας . Σε κάθε περίπτωση σε δύο μήνες έπρεπε να αποφασίσει, αλλά μέχρι τότε μπορούσε να διασκεδάσει με τις αδελφές της. Αλλά παρόλο που ήταν πλούσιοι τώρα και ζούσαν πάλι στην πόλη και είχαν άφθονους γνωστούς, η Πεντάμορφη διαπίστωσε ότι δε διασκέδαζε πολύ και συχνά σκεφτόταν το παλάτι όπου ήταν τόσο ευτυχισμένη, ειδικά επειδή στο σπίτι της δεν ονειρεύτηκε ούτε μια φορά τον αγαπητό της Πρίγκιπα και η ίδια αισθανόταν λυπημένη χωρίς αυτόν. Άλλωστε οι αδελφές της έδειχναν να έχουν συνηθίσει χωρίς εκείνη, στο μέτρο που τη θεωρούσαν εμπόδιο. Έτσι, δε θα στενοχωριόταν όταν θα τελείωναν οι δύο μήνες αν δεν ήταν ο πατέρας της και τα αδέρφια της, οι οποίοι την παρακαλούσαν να μείνει και φαινόντουσαν τόσο λυπημένοι στη σκέψη της αναχώρησής της, με αποτέλεσμα εκείνη να μην έχει το κουράγιο να τους πει αντίο. Κάθε μέρα όταν σηκωνόταν σκεφτόταν να τους το πει το βράδυ και όταν ερχόταν εκείνη η στιγμή το ανέβαλε ξανά μέχρι που στο τέλος είδε ένα μελαγχολικό όνειρο που τη βοήθησε να συνέλθει. Νόμιζε ότι περιπλανιόταν σε ένα μοναχικό μονοπάτι στους κήπους του παλατιού, όταν άκουσε βογκητά που φαίνονταν να έρχονται πίσω από κάποιους θάμνους που έκρυβαν την είσοδο μιας σπηλιάς, και έτρεξε γρήγορα να δει τι συνέβαινε. Βρήκε το Τέρας να είναι ξαπλωμένο μισοπεθαμένο, εκείνο την κατηγόρησε δικαίως για τη θλίψη του και την ίδια στιγμή μια μεγαλοπρεπής κυρία εμφανίστηκε και είπε πολύ σοβαρά:
"Α! Πεντάμορφη ήρθες πάνω στην ώρα για να σώσεις τη ζωή του. Βλέπεις τι συμβαίνει όταν οι άνθρωποι δεν κρατάνε τις υποσχέσεις τους! Αν αργούσες μια μέρα θα τον έβρισκες νεκρό." Η Πεντάμορφη τρομοκρατήθηκε τόσο από αυτό το όνειρο που το επόμενο πρωί ανακοίνωσε την πρόθεσή της να ξαναγυρίσει αμέσως, κι εκείνο το βράδυ είπε αντίο στον πατέρα της και σε όλα της τα αδέρφια και όταν πήγε στο κρεβάτι της, έβαλε το δαχτυλίδι στο δάχτυλό της και είπε:
"Εύχομαι να πάω πίσω στο παλάτι και να δω το Τέρας μου ξανά", καθώς αυτό της είχαν πει να κάνει. Μετά έπεσε κατευθείαν για ύπνο και ξύπνησε μόνο όταν το ρολόι είπε: Πεντάμορφη, Πεντάμορφη δώδεκα φορές που σήμαινε ότι για μια ακόμα φορά, ήταν πραγματικά στο παλάτι. Όλα ήταν όπως παλιά και τα πουλιά της ήταν τόσο χαρούμενα που την είδαν ξανά. Αλλά η Πεντάμορφη πίστευε ότι η μέρα ήταν ατέλειωτη, ήταν τόσο αγχωμένη να δει το Τέρας που ένιωθε ότι εκείνη η ώρα δε θα έρθει ποτέ. Όταν ήρθε και δεν εμφανίστηκε κανένα Τέρας εκείνη ήταν πολύ τρομαγμένη. Αφού άκουσε και περίμενε για πολύ ώρα έτρεξε κάτω στον κήπο για να το βρει. Πάνω-κάτω στα μονοπάτια και στους δρόμους έτρεχε η καημένη Πεντάμορφη, φωνάζοντάς τον μάταια αλλά κανείς δεν απαντούσε και δεν μπορούσε να βρει κανένα του σημάδι μέχρι που στο τέλος σταμάτησε αρκετά κουρασμένη για ένα λεπτό ξεκούρασης και είδε ότι στεκόταν αντίθετα από το σκοτεινό μονοπάτι που είχε δει στο όνειρό της. Έτρεξε σε αυτό και με σιγουριά, υπήρχε μια σπηλιά και μέσα σε αυτήν ήταν ξαπλωμένο το Τέρας λιπόθυμο, όπως πίστευε η Πεντάμορφη. Αρκετά χαρούμενη που τον βρήκε, έτρεξε κοντά του και του χάιδεψε το κεφάλι του αλλά τρόμαξε όταν δεν κουνήθηκε καθόλου. "Ω! είναι νεκρός! και είναι δικό μου το φταίξιμο" είπε η Πεντάμορφη κλαίγοντας. Αλλά κοιτάζοντάς τον κατάλαβε πως αναπνέει ακόμα και γρήγορα έφερε νερό από το κοντινότερο σιντριβάνι και το έριξε στο πρόσωπό του. Και προς μεγάλη της ανακούφιση άρχισε να ζωντανεύει.
"Ω! Τέρας, πόσο με τρόμαξες», έκλαιγε, «δεν ήξερα πόσο σε αγαπούσα μέχρι τώρα, όταν φοβήθηκα ότι είναι πολύ αργά για να σώσω τη ζωή σου".
Ένατη Ομάδα Μαθητών: Βλαχογιάννη Μαρίνα και Μάρθα Γεωργίου
Μπορείς στ’ αλήθεια να αγαπήσεις ένα τόσο άσχημο πλάσμα όπως εμένα; Είπε το τέρας σιγανά.
 Ω! Πεντάμορφη, ήρθες πάνω στη στιγμή. Πέθαινε επειδή πίστευα ότι αθέτησες το λόγο σου. Αλλά τώρα γύρισε πίσω και ξεκουράσου. Θα σε δω πάλι σύντομα. Η Πεντάμορφη η οποία ήταν σχεδόν σίγουρη ότι θα ήταν θυμωμένος μαζί της, καθησυχάστηκε απ’ την ήρεμη φωνή του και πήγε πίσω στο παλάτι, όπου το δείπνο την περίμενε. Μετά το Τέρας μπήκε μέσα όπως συνήθως και μίλησαν σχετικά με το πώς είχε περάσει τον χρόνο με τον πατέρα της, ρωτώντας την αν διασκέδασε και αν όλοι ήταν χαρούμενοι που την είδαν.
 Η Πεντάμορφη απολάμβανε το να του λέει όλα όσα της συνέβησαν. Και όταν ήρθε η ώρα αυτός να φύγει την ρώτησε, όπως ρωτούσε κάθε φορά πριν φύγει ‘’Πεντάμορφη θα με παντρευτείς;’’. Εκείνη του απάντησε με απαλή φωνή ‘’Ναι αγαπημένο μου τέρας". Την ώρα που μιλούσαν μια λάμψη φωτός πετάχτηκε πίσω απ’ τα παράθυρα του παλατιού, πυροτεχνήματα κροτάλιζαν, ακούγονταν πυροβολισμοί όπλων και κατά μήκος του δρόμου με τις πορτοκαλιές ήταν γραμμένο με γράμματα φτιαγμένα από πυγολαμπίδες: ‘’Να ζήσει ο Πρίγκιπας και η νύφη του." Γυρνώντας να ρωτήσει το Τέρας τι θα μπορούσαν όλα αυτά να σημαίνουν, η Πεντάμορφη ανακάλυψε ότι είχε εξαφανιστεί και τη θέση του είχε πάρει ο πολυαγαπημένος της Πρίγκιπας. Την ίδια στιγμή οι ρόδες ενός άρματος ακούστηκαν απ’ την ταράτσα και δυο κυρίες μπήκαν στο δωμάτιο. Η Πεντάμορφη αναγνώρισε μία από αυτές ως την αριστοκρατική κυρία που είχε δει στα όνειρά της και η άλλη ήταν τόσο μεγαλοπρεπής που η Πεντάμορφη δεν ήξερε ποια να χαιρετήσει πρώτη. Αλλά εκείνη που ήδη ήξερε είπε στη συνοδό της: Λοιπόν βασίλισσα αυτή είναι η Πεντάμορφη η οποία είχε το κουράγιο να σώσει τον γιό σου από την απαίσια μάγια. Αγαπιούνται και μόνο η συγκατάθεση σας για τον γάμο τους είναι απαραίτητη  για να γίνουν απόλυτα χαρούμενοι. Δίνω τη συγκατάθεσή μου με όλη μου την καρδιά, του είπε κλαίγοντας η βασίλισσα. "Πως θα μπορούσα να σε ευχαριστήσω γοητευτικό μου κορίτσι που επανέφερες τον αγαπημένο μου γιο στην κανονική του μορφή; " Μετά αγκάλιασε την Πεντάμορφη και τον Πρίγκιπα, που στο μεταξύ χαιρετούσαν και δέχονταν τα συγχαρητήρια της νεράιδας. Τώρα, είπε η νεράιδα, υποθέτω ότι θα ήθελες να στείλω όλους τους αδερφούς και όλες τις αδερφές σου στον γάμο σου. Και έτσι έκανε και ο γάμος γιορτάστηκε την επόμενη μέρα με μεγαλοπρέπεια. Και έζησαν αυτοί καλά κ’ εμείς καλύτερα.   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου